Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γείσωμα — το (AM γείσωμα) [γείσον] το γείσο νεοελλ. οριζόντια σανίδα στηριγμένη κάθετα στον τοίχο, ράφι … Dictionary of Greek
γεισώματα — γείσωμα pent house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)